ηλεκτραγωγός

ηλεκτραγωγός
αυτός διά μέσου τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο ευηλεκτραγωγός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical conductor < electrical «ηλεκτρικός» + conductor «αγωγός». Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Α. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτραγωγός, -ός, -ό — 1. καλός αγωγός του ηλεκτρισμού: Τα μέταλλα είναι ηλεκτραγωγά σώματα. 2. ουσ., καλώδιο, σύρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ευηλεκτραγωγός — ό αυτός από τη μάζα τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλεκτραγωγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”